vulgarização - ορισμός. Τι είναι το vulgarização
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι vulgarização - ορισμός


Vulgarizador      
m. e adj.
O que vulgariza.
vulgarizar      
v. (-1702 cf. NumVoc)
1 t.d. e pron. difundir(-se) de um grupo restrito para círculos mais amplos; tornar(-se) comum; popularizar(-se)
v. o estilo clássico vários termos científicos vulgarizaram-se em vários níveis da língua
2 t.d. e pron. tornar(-se) muito conhecido, divulgar(-se), propagar(-se), popularizar(-se)
uma propaganda bem planejada vulgarizou a imagem do artista por todo o país no Brasil, a ópera não se vulgarizou
3 t.d. e pron. tornar(-se) muito comum; banalizar(-se)
v. uma moda este estilo vulgarizou-se
4 t.d. e pron. pej. fazer perder ou perder a dignidade, a respeitabilidade; tornar(-se) reles
v. os costumes v.-se a moral
-etim 1 vulgar + -izar ; ver vulg(i/o)- ; f.hist. 1702 vulgarizar , 1789 vulgarisar -sin/var ver sinonímia de divulgar
Vulgarizar      
v. i.
Tornar vulgar ou notório.
Divulgar; propagar: "vulgarizar princípios elevados".
(De "vulgar")